Από 15.000 σε 20.000 ευρώ αυξάνεται το ανώτατο ποσό ενίσχυσης που μπορεί να διανεμηθεί ανά αγρόκτημα
Το ανώτατο ποσό που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι
εθνικές Αρχές για τη στήριξη των αγροτών, χωρίς την ανάγκη προηγούμενης
έγκρισης από την Επιτροπή, ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η απόφαση αυτή θα επιτρέψει στις χώρες της Ε.Ε. να αυξήσουν τη στήριξη των αγροτών χωρίς να στρεβλώσουν την αγορά, μειώνοντας συγχρόνως τη διοικητική επιβάρυνση των εθνικών Αρχών.
Στο μεταξύ, εκτιμήσεις για μειωμένη παραγωγή φέτος έδωσε στη δημοσιότητα ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς Χανίων και επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης Νίκος Μιχελάκης.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με όσα ήρθαν χθες στο φως της
δημοσιότητας, ο Phil Hogan, αρμόδιος για τη γεωργία και την αγροτική
ανάπτυξη, δήλωσε: «Η πρόταση της Επιτροπής για νέους κανόνες για τις
κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα αντικατοπτρίζει την αξία αυτής
της μορφής στήριξης σε περιόδους κρίσης. Με την αύξηση του μέγιστου
ποσού ενίσχυσης στους αγρότες, οι εθνικές Αρχές θα έχουν μεγαλύτερη
ευελιξία και θα είναι σε θέση να αντιδράσουν ταχύτερα και
αποτελεσματικότερα για να στηρίξουν τους ευάλωτους αγρότες. Σε ορισμένες
περιπτώσεις, το ποσό της κρατικής ενίσχυσης που μπορεί να χορηγηθεί σε
μεμονωμένους γεωργούς θα αυξηθεί κατά 66%. Αυτοί οι νέοι κανόνες θα
συνεχίσουν να συνοδεύουν τους συνήθεις κανόνες κοινοποίησης για κρατικές
ενισχύσεις, τις οποίες τα κράτη-μέλη μπορούν να συνεχίσουν να
εφαρμόζουν».
Το ανώτατο ποσό ενίσχυσης που μπορεί να διανεμηθεί ανά αγρόκτημα κατά τη διάρκεια τριών ετών θα αυξηθεί από 15.000 σε 20.000 ευρώ. Προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού, κάθε χώρα της Ε.Ε. έχει μέγιστο εθνικό ποσό το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί. Κάθε εθνικό ανώτατο όριο θα καθοριστεί στο 1,25% της ετήσιας γεωργικής παραγωγής της χώρας κατά την ίδια τριετή περίοδο (από 1% στους ισχύοντες κανόνες). Πρόκειται για αύξηση του εθνικού ανώτατου ορίου του 25%.
Εάν μια χώρα δε δαπανήσει περισσότερο από το 50% του συνολικού κονδυλίου της εθνικής βοήθειας σε έναν συγκεκριμένο γεωργικό τομέα, μπορεί να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ενίσχυση de minimis ανά εκμετάλλευση σε 25.000 ευρώ και το εθνικό ποσό στο 1,5% της ετήσιας παραγωγής. Αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 66% του ανώτατου ορίου ανά γεωργό και αύξηση κατά 50% του εθνικού ανώτατου ορίου.
Για τις χώρες που επιλέγουν αυτό το ανώτατο όριο, οι νέοι κανόνες απαιτούν τη δημιουργία υποχρεωτικών κεντρικών μητρώων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα επιτρέψει την παρακολούθηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων, προκειμένου να απλοποιηθεί και να βελτιωθεί η παράδοση και η παρακολούθηση της αποκαλούμενης ενίσχυσης de minimis. Αρκετά κράτη-μέλη διατηρούν ήδη τέτοια μητρώα, τα οποία θα τους επιτρέψουν να εφαρμόσουν τα υψηλότερα ανώτατα όρια αμέσως.
Τα αυξημένα ανώτατα όρια τίθενται σε ισχύ στις 14 Μαρτίου και μπορούν να εφαρμοστούν αναδρομικά σε ενισχύσεις που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις.
Οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας χρησιμοποιούνται κατά κανόνα από τα κράτη-μέλη όταν πρέπει να δράσουν γρήγορα χωρίς να δημιουργήσουν ένα καθεστώς σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, π.χ. για την πρόληψη ή την εξάλειψη ζωονόσων μόλις εμφανιστεί ένα κρούσμα ή για την αποζημίωση των αγροτών για ζημιές που προκαλούνται από ζώα που δεν προστατεύονται από την κοινοτική ή εθνική νομοθεσία, όπως αγριόχοιροι. Οι ζημιές που προκαλούνται από προστατευόμενα είδη ζώων (λύκοι, λύγκες, αρκούδες κ.λπ.) μπορούν να αποζημιωθούν βάσει των κοινοποιημένων κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.
Απογοητευτικά στοιχεία για την ελαιοκαλλιέργεια
Στο μεταξύ, απογοητευτικές είναι οι πρόσφατες εκτιμήσεις για τη φετινή ελαιοπαραγωγή στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη, σε συνάρτηση με τις απώλειες της παραγωγής λόγω καιρικών συνθηκών και τη μείωση που προέκυψε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της μερικής ή πλήρους εγκατάλειψης της ελαιοκαλλιέργειας από αρκετούς παραγωγούς, λόγω της πτώσης των τιμών, της αύξησης του κόστους παραγωγής, αλλά και της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού.
Αυτό επισημαίνει ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς Χανίων και επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης Νίκος Μιχελάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγή στην Ελλάδα δε θα ξεπεράσει τους 160 χιλιάδες τόνους, αντί των 200 χιλιάδων τόνων που είχε αρχικά εκτιμηθεί. Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη, «επίσημα στοιχεία, δυστυχώς, δεν υπάρχουν και αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει επιτέλους να το αντιμετωπίσει το ΥΠΑΑΤ. Τα στοιχεία της παραγωγής προέρχονται από πληροφορίες που συλλέγουν κυρίως Ιταλοί εμπειρογνώμονες. Παράλληλα, και η παραγωγή στην Κρήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία των ΔΑΟΚ Κρήτης, θα κυμανθεί γύρω στους 65.000 τόνους, αντί της αρχικής εκτίμησης των 72.000 τόνων».
«Εγώ δεν είμαι σε θέση να κάνω εκτιμήσεις για τη φετινή παραγωγή. Είναι όμως απολύτως ξεκαθαρισμένο ότι η ελαιοκαλλιέργεια τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί μεγάλες καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής», σχολίασε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ομάδας Αμπελουργών και Ελαιοκαλλιεργητών Κρήτης Πρίαμος Ιερωνυμάκης.
«Καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν είχε, από την άλλη, μια ελαϊκή πολιτική για τη στήριξη του προϊόντος», πρόσθεσε.
Ο κ. Ιερωνυμάκης κατέληξε λέγοντας πως η Κρήτη προετοιμάζει φακέλους για τη διεκδίκηση στήριξης γενικότερα των αγροτών, τόσο από εθνικά κονδύλια όσο και από εθνικούς πόρους, για την επούλωση των πληγών της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων αυτής στο μέλλον.
«Και είναι δεδομένο ότι και από τις τελευταίες πλημμύρες οι πληγές στην ύπαιθρο είναι μεγάλες. Θα πρέπει να αρχίσει η καταγραφή τους στο επόμενο διάστημα, για την καταβολή αποζημιώσεων από τα ΠΣΕΑ στους πληγέντες παραγωγούς», επισήμανε.
Πηγή : Νέα Κρήτη
Η απόφαση αυτή θα επιτρέψει στις χώρες της Ε.Ε. να αυξήσουν τη στήριξη των αγροτών χωρίς να στρεβλώσουν την αγορά, μειώνοντας συγχρόνως τη διοικητική επιβάρυνση των εθνικών Αρχών.
Στο μεταξύ, εκτιμήσεις για μειωμένη παραγωγή φέτος έδωσε στη δημοσιότητα ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς Χανίων και επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης Νίκος Μιχελάκης.
Το ανώτατο ποσό ενίσχυσης που μπορεί να διανεμηθεί ανά αγρόκτημα κατά τη διάρκεια τριών ετών θα αυξηθεί από 15.000 σε 20.000 ευρώ. Προκειμένου να αποφευχθεί ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού, κάθε χώρα της Ε.Ε. έχει μέγιστο εθνικό ποσό το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί. Κάθε εθνικό ανώτατο όριο θα καθοριστεί στο 1,25% της ετήσιας γεωργικής παραγωγής της χώρας κατά την ίδια τριετή περίοδο (από 1% στους ισχύοντες κανόνες). Πρόκειται για αύξηση του εθνικού ανώτατου ορίου του 25%.
Εάν μια χώρα δε δαπανήσει περισσότερο από το 50% του συνολικού κονδυλίου της εθνικής βοήθειας σε έναν συγκεκριμένο γεωργικό τομέα, μπορεί να αυξήσει ακόμα περισσότερο την ενίσχυση de minimis ανά εκμετάλλευση σε 25.000 ευρώ και το εθνικό ποσό στο 1,5% της ετήσιας παραγωγής. Αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση κατά 66% του ανώτατου ορίου ανά γεωργό και αύξηση κατά 50% του εθνικού ανώτατου ορίου.
Για τις χώρες που επιλέγουν αυτό το ανώτατο όριο, οι νέοι κανόνες απαιτούν τη δημιουργία υποχρεωτικών κεντρικών μητρώων σε εθνικό επίπεδο. Αυτό θα επιτρέψει την παρακολούθηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων, προκειμένου να απλοποιηθεί και να βελτιωθεί η παράδοση και η παρακολούθηση της αποκαλούμενης ενίσχυσης de minimis. Αρκετά κράτη-μέλη διατηρούν ήδη τέτοια μητρώα, τα οποία θα τους επιτρέψουν να εφαρμόσουν τα υψηλότερα ανώτατα όρια αμέσως.
Τα αυξημένα ανώτατα όρια τίθενται σε ισχύ στις 14 Μαρτίου και μπορούν να εφαρμοστούν αναδρομικά σε ενισχύσεις που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις.
Οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας χρησιμοποιούνται κατά κανόνα από τα κράτη-μέλη όταν πρέπει να δράσουν γρήγορα χωρίς να δημιουργήσουν ένα καθεστώς σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, ιδίως σε περιόδους κρίσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, π.χ. για την πρόληψη ή την εξάλειψη ζωονόσων μόλις εμφανιστεί ένα κρούσμα ή για την αποζημίωση των αγροτών για ζημιές που προκαλούνται από ζώα που δεν προστατεύονται από την κοινοτική ή εθνική νομοθεσία, όπως αγριόχοιροι. Οι ζημιές που προκαλούνται από προστατευόμενα είδη ζώων (λύκοι, λύγκες, αρκούδες κ.λπ.) μπορούν να αποζημιωθούν βάσει των κοινοποιημένων κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.
Απογοητευτικά στοιχεία για την ελαιοκαλλιέργεια
Στο μεταξύ, απογοητευτικές είναι οι πρόσφατες εκτιμήσεις για τη φετινή ελαιοπαραγωγή στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Κρήτη, σε συνάρτηση με τις απώλειες της παραγωγής λόγω καιρικών συνθηκών και τη μείωση που προέκυψε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της μερικής ή πλήρους εγκατάλειψης της ελαιοκαλλιέργειας από αρκετούς παραγωγούς, λόγω της πτώσης των τιμών, της αύξησης του κόστους παραγωγής, αλλά και της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού.
Αυτό επισημαίνει ο πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Ελιάς Χανίων και επιστημονικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης Νίκος Μιχελάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η παραγωγή στην Ελλάδα δε θα ξεπεράσει τους 160 χιλιάδες τόνους, αντί των 200 χιλιάδων τόνων που είχε αρχικά εκτιμηθεί. Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη, «επίσημα στοιχεία, δυστυχώς, δεν υπάρχουν και αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει επιτέλους να το αντιμετωπίσει το ΥΠΑΑΤ. Τα στοιχεία της παραγωγής προέρχονται από πληροφορίες που συλλέγουν κυρίως Ιταλοί εμπειρογνώμονες. Παράλληλα, και η παραγωγή στην Κρήτη, σύμφωνα με τα στοιχεία των ΔΑΟΚ Κρήτης, θα κυμανθεί γύρω στους 65.000 τόνους, αντί της αρχικής εκτίμησης των 72.000 τόνων».
«Εγώ δεν είμαι σε θέση να κάνω εκτιμήσεις για τη φετινή παραγωγή. Είναι όμως απολύτως ξεκαθαρισμένο ότι η ελαιοκαλλιέργεια τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί μεγάλες καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής», σχολίασε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ομάδας Αμπελουργών και Ελαιοκαλλιεργητών Κρήτης Πρίαμος Ιερωνυμάκης.
«Καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν είχε, από την άλλη, μια ελαϊκή πολιτική για τη στήριξη του προϊόντος», πρόσθεσε.
Ο κ. Ιερωνυμάκης κατέληξε λέγοντας πως η Κρήτη προετοιμάζει φακέλους για τη διεκδίκηση στήριξης γενικότερα των αγροτών, τόσο από εθνικά κονδύλια όσο και από εθνικούς πόρους, για την επούλωση των πληγών της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων αυτής στο μέλλον.
«Και είναι δεδομένο ότι και από τις τελευταίες πλημμύρες οι πληγές στην ύπαιθρο είναι μεγάλες. Θα πρέπει να αρχίσει η καταγραφή τους στο επόμενο διάστημα, για την καταβολή αποζημιώσεων από τα ΠΣΕΑ στους πληγέντες παραγωγούς», επισήμανε.
Πηγή : Νέα Κρήτη