Μελέτες - διαπιστώσεις από ερευνητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας
Φως στις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Κρήτη πριν εκατομμύρια χρόνια, πριν ακόμα γίνει νησί και κατά τις ενδείξεις είχε κλίμα υποτροπικό, ρίχνουν τα εξαιρετικής σημασίας ευρήματα – απολιθώματα θηλαστικών που έχουν βρεθεί από τις Βρύσες Χανίων μέχρι τη Σητεία.
Μάλιστα, οι επισκέπτες του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο έχουν την ευκαιρία να δουν αναπαράσταση του μεγαλύτερου γνωστού χερσαίου θηλαστικού στην Ελλάδα που βρέθηκε σε ανασκαφή στην Αγία Φωτιά της Σητείας.
Παράλληλα, η μελέτη των απολιθωμάτων που έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις της Κρήτης, όπως ένα μαστόδοντο από τις Βρύσες Χανίων και χοίρων από τον Πετρέ Ρεθύμνου καθώς και απολιθωμάτων φύλλων, κλαδιών, καρπών, εντόμων και ψαριών, ηλικίας 7 – 8 εκατομμυρίων χρόνων, δείχνει πως το κλίμα της Κρήτης ήταν υποτροπικό και αργότερα έγινε μεταβολή του σε μεσογειακό.
Για τα παλαιοντολογικά ευρήματα στην Κρήτη ο ερευνητής και υπεύθυνος του Τμήματος Γεωποικιλότητας του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας δρ Χαρ. Φασουλάς, σε σημείωμά του, εξηγεί χαρακτηριστικά ότι πριν 12 εκατομμύρια χρόνια, τη γεωλογική περίοδο που είναι επιστημονικά γνωστή ως Μειοκαίνο, «ο έντονος κατακερματισμός του νοτίου Αιγαίου οδήγησε στην καταβύθιση μεγάλων περιοχών και τον σχηματισμό των νησιών της Κρήτης. Η Κρήτη παρέμεινε ως ένα σύνολο νησιών μέχρι το τέλος του Μειοκαίνου. Στη συνέχεια, κατά το Μεσήνιο (5,5 εκατ. χρόνια) η μεγάλη απόσυρση της θάλασσας, λόγω της αποξήρανσης της Μεσογείου, σχημάτισε τα αποθέματα γύψου και ανυδρίτη.
Μέσα στα Νεογενή πετρώματα που αποτέθηκαν τότε στις νεοτεκτονικές λεκάνες της Κρήτης βρίσκονται πολλά απολιθώματα. Στα Μειοκαινικά ιζήματα (κυρίως θαλάσσια ή λιμναία) ολόκληρης της Κρήτης βρίσκονται σε αφθονία Γαστερόποδα, Δίθυρα, Εχινόδερμα (Echinus, Clypeaster κ.λπ.) κ.ά. Όμως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της Μειοκαινικής πανίδας της Κρήτης είναι η παρουσία μικρο- και μακρο– απολιθωμάτων θηλαστικών. Τα πιο αντιπροσωπευτικά απολιθώματα είναι αυτά του Ιππαρίου και των Τρωκτικών που βρέθηκαν στον λόφο Κάστελος της Μεσαράς και αντιπροσωπεύουν μια τυπική πανίδα του Βαλέζιου (Ανω Μειοκαίνου). Επίσης, χαρακτηριστικά της βαθμίδας του Βαλέζιου είναι και άλλα απολιθώματα μακρο-θηλαστικών που έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις της Κρήτης, όπως ένα μαστόδοντο από τις Βρύσες Χανίων και χοίρων από τον Πετρέ Ρεθύμνου. Στην περιοχή του Πλακιά Ρεθύμνου έχουν επίσης βρεθεί απολιθώματα αμφιβίων και ερπετών.
Σε λιμναία ιζήματα της περιοχής Μακρυλιάς Ιεράπετρας και Βρυσών Χανιών έχουν βρεθεί σε πάρα πολύ καλή κατάσταση απολιθώματα φύλλων, κλαδιών, καρπών, εντόμων και ψαριών ηλικίας Ανω Μειοκαίνου (7-8 εκατ. χρόνων). Η μελέτη των απολιθωμάτων αυτών έδειξε ότι το κλίμα της Κρήτης ήταν υποτροπικό με ενδείξεις για μεταβολή σε Μεσογειακό. Υπήρχαν χαρακτηριστικά υποτροπικά φυτά όπως οι δάφνες μαζί με καθαρά τροπικά όπως οι φοίνικες».
«ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ ΘΗΛΑΣΤΙΚΩΝ»
Ο κ. Φασουλάς σημειώνει επίσης ότι «σε πολλά σπήλαια (όπως στο Ακρωτήρι Χανίων, στο Γεράνι Ρεθύμνου και στη Ζάκρο Σητείας) και παλιές λίμνες που εμφανίζονται σήμερα σαν οροπέδια (όπως του Καθαρού και του Λασιθίου) βρέθηκαν αμέτρητα απολιθώματα θηλαστικών που έζησαν όμως πολύ πιο πρόσφατα, τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια (περίοδο του Πλειστοκαίνου). Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα νανώδη και κανονικά είδη των Ιπποπόταμων (Hippopotamus creutzburgi νάνος) και Ελεφάντων (Mammuthus creticus ο νάνος και Elephas antiquus ο κανονικός), τα Ελάφια (τουλάχιστον 5 είδη με μεγέθη από μικρής κατσίκας μέχρι μεγάλου Τάρανδου), τα τρωκτικά [Mus minotaurous, Kritimys kiridus (γιγάντιο ενδημικό)], η βίδρα Isolalutra cretensis και τα εντομοφάγα (Crocidura zimmermani – ενδημικό και το μόνο που ζει σήμερα). Ακόμη αναφέρονται ένα υποενδημικό, η χελώνα Testudo marginata cretensis και μια μεγάλη, ενδημική κουκουβάγια με μακριά πόδια, η Athene cretensis. Eνα επιπλέον ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν η απουσία σαρκοφάγων θηλαστικών, με αποτέλεσμα η πανίδα να χαρακτηρίζεται ως “μη-ισορροπημένη”».
ΣΤΗ ΣΗΤΕΙΑ
Για το εξαιρετικής σημασίας εύρημα της Σητείας, οι ερευνητές του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας σημειώνουν ότι η ανακάλυψη έγινε όταν κάτοικος της Σητείας τηλεφώνησε στη γραμματεία του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας το 2002 για να πει ότι σε βόλτα στην εξοχή είχε βρει «κάποια παράξενα κομμάτια πετρωμάτων που του έκαναν αρκετή εντύπωση». Από μια μικρή ομάδα ερευνητών του Μουσείου, με επικεφαλής τον κ. Φασουλά, που επισκέφτηκε τη Σητεία, αναγνωρίστηκε η ύπαρξη του χαυλιόδοντα και ενός ακόμα δοντιού, όπως και η ύπαρξη αρκετών άλλων οστών σε μια έκταση περίπου δέκα τετραγωνικών μέτρων. Η απόφαση για την πραγματοποίηση μιας σωστικής ανασκαφής πάρθηκε αμέσως και ξεκίνησαν οι απαραίτητες συνεννοήσεις με τον ιδιοκτήτη της έκτασης.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι από τη μετέπειτα γεωλογική μελέτη της περιοχής διαπιστώθηκε ότι τα πετρώματα αυτά είναι Άνω Μειοκαινικής ηλικίας, δηλαδή 7 έως 9 εκατομμυρίων χρόνων, γεγονός που καθορίζει και την ηλικία των απολιθωμάτων.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι «αποκαλύφθηκε ένας ολόκληρος χαυλιόδοντας ξεπερνώντας κατά πολύ τις αρχικές μας προσδοκίες. Το συνολικό του μήκος ήταν 1,4 μ. με μεγάλη καμπυλότητα φανερώνοντας ότι επρόκειτο για μια σημαντική ανακάλυψη, αφού δεν έμοιαζε όπως και τα υπόλοιπα δόντια, με τα ζώα που είχαν βρεθεί μέχρι τότε στο νησί. Γύρω και σε κοντινή απόσταση από τον χαυλιόδοντα βρέθηκαν τέσσερα ακόμη δόντια σε πολύ καλή κατάσταση.
Τα παραπάνω ευρήματα καθαρίστηκαν με αρκετή προσοχή και συντηρήθηκαν πρόχειρα ώστε να ετοιμαστούν για τη μετακίνησή τους.
Στις επόμενες επισκέψεις ανασκάφηκαν όλα τα οστά που εμφανιζόταν στην επιφάνεια και διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τρεις σπονδύλους, από τους οποίους οι δύο ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση και ο τρίτος εντελώς θρυμματισμένος. Αποκαλύφθηκαν επίσης τμήματα των πλευρών του ζώου τα οποία προχωρούσαν σε βάθος μέχρι 30 πόντων αναγκάζοντας πλέον την ανασκαφή να προχωρήσει σε μεγαλύτερο βάθος. Ηρθαν έτσι στο φως αρκετά ακόμη οστά ή τμήματα οστών από τις πλευρές του ζώου και ίσως των άκρων, όπως επίσης και ένα ακόμη δόντι σε άριστη κατάσταση που αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμο για την αναγνώριση του ζώου».
Οι ίδιοι σημειώνουν ότι εξ αρχής είχαν υποθέσει ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό εύρημα, που άνηκε στην ομάδα των Προβοσκιδωτών (ελέφαντες και συγγενικά είδη) λόγω της εύρεσης του χαυλιόδοντα, όμως δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι τα δόντια τελικά άνηκαν σε ένα από τα μεγαλύτερα χερσαία θηλαστικά που έζησε ποτέ στο πλανήτη μας και το μεγαλύτερο της Ελλάδας. Το ζώο αυτό ονομάζεται Δεινοθήριο, από τις ελληνικές λέξεις δεινός και θηρίο, που ετυμολογικά σημαίνει το τρομερό θηλαστικό. Το ύψος του είδους αυτού, που το επιστημονικό του όνομα είναι Deinotherium giganteum, έφτανε τα 4 με 4,5 μέτρα και έζησε στην Κρήτη πριν από 7 με 9 εκατομμύρια χρόνια. Μετά από μελέτες που έγιναν στη διεθνή βιβλιογραφία, το συγκεκριμένο απολιθωμένο ζώο φαίνεται μάλιστα να είναι το πιο μεγαλόσωμο από όσα έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «η Κρήτη, λοιπόν, αποτελεί τη νοτιότερη περιοχή που ανακαλύπτεται το συγκεκριμένο είδος για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ενώ είναι και η πρώτη φορά που εντοπίζεται ολόκληρος χαυλιόδοντας στην Ελλάδα και από τις λιγοστές φορές στην Ευρώπη».
Από τη μελέτη των απολιθωμάτων αυτών που συνεχίζεται και σήμερα, «θα εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα για το πώς ήταν το περιβάλλον στην Κρήτη εκείνη την εποχή (πριν από 7 με 9 εκατομμύρια χρόνια), όπου πιθανά καλύπτονταν από δάση, ενώ θεωρούνται από τα σημαντικότερα παλαιοντολογικά ευρήματα των τελευταίων χρόνων για την Κρήτη ειδικότερα, αλλά και τα ελληνικά δεδομένα γενικότερα, που χρίζει ιδιαίτερης προσοχής και μεταχείρισης».
Πηγή : Χανιώτικα Νέα