Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Τότε στην Πατρίδα Οι μπερεκετλήσες (γενναιόδωροι) Σμυρνιοί Γράφει: Γιώργος Αλεβίζος επιτ. Πρόεδρος Μικρασιατών Ποντίων και Αρμενίων Σητείας

 

Πριν το Καταστροφικό΄22 όλοι οι Σμυρνιοί, πλούσιοι και φτωχοί, δουλεύανε και καλοπερνούσανε. Ακόμα και οι φτωχοί μπορούσαν να ξοδέψουν κάτι για το γλέντι τους.

Ανάμεσα στους φτωχούς ήτανε κι εκείνοι που τα βάσανα της Μοίρας δεν τους αφήναν να σηκώσουν κεφάλι. Κι αυτοί όμως έπρεπε να περάσουν καλά. Στις σκόλες του ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ, όπως όλος ο άλλος κόσμος.

Και όλη η ΣΜΥΡΝΗ τις μέρες τούτες ξεσηκωνότανε. Αλλά και τα γύρω  χωριά. Να βοηθήσουν τους πολύ φτωχούς.

Ήταν ανοιχτοχέρης, πονόψυχος ο Σμυρνιός. Μπεκετλής (τουρκ – γενναιόδωρος). Ένιωθε από μέσα του την ευχαρίστηση όταν έδινε κάτι από το δικό του σε κείνον που το στερείτο. Δεν το ντελάλιζε (διαλαλούσε) να το μάθει όλος ο κόσμος. Τόκανε κρυφά να μη το μάθαινε κανείς.

Πολλοί τόχανε τάμα, πρωί-πρωί την παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς. Να βάζουν έξω από την πόρτα της φτωχής οικογένειας ένα γεμάτο καλάθι. Με 1-2 οκάδες αλεύρι, ζάχαρη, μακαρόνια, ρύζι, κρέας κι ένα μπουκάλι σαμόλαδο (σησαμέλαιο) για τους λουκουμάδες τους. Κι ακόμα ένα καλάθι γεμάτο κάρβουνα και ξύλα.

Όσοι πάλι μπορούσανε, σε μια από τις ενορίες της Σμύρνης, δίνανε ρούχα, παπούτσια, καπέλα και παράδες (χρήματα), που οι επίτροποι τα μοιράζανε στους φτωχούς.

Και η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ φρόντιζε για τους φτωχούς. Ο Δεσπότης Σμύρνης κάθε χρόνο μάζευε παράδες από τους πλούσιους εμπόρους και μαγαζάτορες, πριν από τα Χριστούγεννα.

Ενδιαφέρον το περιστατικό που συνέβη το 1906 με τον Μητροπολίτη της Σμύρνης Βασίλειο (1885-1909 πέθανε) και τον γραμματέα των Νοσοκομείων Σμύρνης, τον κυρ Βασιλάκη.

Ο οποίος «ηκρατούσε πολλά κλειδιά». Δηλαδή είχε πολλά μαγαζιά δικά του. Πηγαίνοντας στη Μητρόπολη του λέει ο Δεσπότης Βασίλειος: «Τέκνον μου, η Μητρόπολις έχει ανάγκην από 200 χρυσές λίρες. Σε παρακαλώ, να μας τις δώσεις και θα σου επιστραφούν σε 2 μήνες». Και του δίνει ο Δεσπότης την καρότσα του (άμαξα) και τον Καβάση του (αμαξά), να πάνε στο γραφείο του κυρ Βασιλάκη στα Σπιτάγια (Νοσοκομείο). Όπου στην Κάσσα (χρηματοκιβώτιο) έκρυβε τις λίρες του.

Βγάζει απ’ την κάσσα του 4 μασούρια (κυλίνδρους) από 50 λίρες το καθένα και τα δίνει στον Καβάση. Στον έμπιστο του Μητροπολίτη. Που τα έφερε στα χέρια του Δεσπότη.

Περάσανε δύο μήνες. Περάσανε τρεις. Κοντά τέσσερις. Χάνει την υπομονή του ο κυρ Βασιλάκης. Παραμονή Χριστουγέννων πάει στη Μητρόπολη. Να βρει τον Βασίλειον. Ο οποίος άμα τον είδε του λέει: «Καλώς τονε. Κάθισε. Θα πάρεις ένα καφεδάκι;» Μα, ο Βασιλάκης του λέει: «Εγώ, Δέσποτά μου, δεν ήρθα για καφεδάκι. Ήρθα για τις 200 λίρες, που σας δάνεισα και μούπατε πως θα μου τις δίνατε πίσω σε δύο μήνες. Και τώρα γενήκανε τέσσερις». Τότε, ο Βασίλειος του λέει: «Τέκνον μου, ήλθες επάνω στην ώρα, που τώρα πριν από λίγο, τις είχα μοιράσει στους φτωχούς, ημέρες που είναι. Κάνε υπομονή και με την πρώτην ευκαιρία, θα σου τις επιστρέψω».

Ντράπηκε ο Βασιλάκης. Γύρεψε συγγνώμη από τον Βασίλειο. Κι ευθύς του λέει: «Δέσποτα μου, αφού δώκατε στους φτωχούς τις λίρες. Είνε καλά δοσμένες. Δε θέλω να μου τις δώκετε πίσω». Φίλησε το χέρι του Δεσπότη. Τον χαιρέτησε κι έφυγε ευχαριστημένος. Που του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει ένα τέτοιο καλό.

Πριν λίγες μέρες ο Βασίλειος, είχε στείλει τον Καβάση με τις 200 λίρες στην Τράπεζα να μετατρέψει τις λίρες σε πετζήτια (1 λίρα =5 πετζήτια). Είχε ειδοποιήσει τις ενορίες Σμύρνης να στείλουν τους φτωχούς στη Μητρόπολη. Ήρθανε 200 φτωχοί και στον καθένα, με το χέρι του ο Δεσποτης, μοίρασε τα μετζήτια.

Την ίδια συνήθεια συνέχισε ο διάδοχος του Βασιλείου. Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος.

Βοηθήματα στα ΣΠΙΤΑΓΙΑ (Νοσοκομείο Σμύρνης) στέλνανε οι μαγαζάτορες κι οι έμποροι.

Τα μεγάλα μαγαζιά κουβέρτες μάλλινες, φανέλες, κάλτσες και μαντήλια για τους αρρώστους.

Οι τζελέμπηδοι (ζωέμποροι) που ήτανε και χασαπο-έμποροι στέλνανε κρέας. Ένα ολάκερο ζωντανό.

Οι μπακάληδες στέλνανε ζυμαρικά, ρύζι, πατάτες, ζάχαρη. Οι φουρνάρηδοι γάλετες. Οι ταβερνάρηδοι, κρασί και ρακή. Οι σαμολαδάδες, σισαμόλαδο. Τα τριγύρω χωριά, λάδι, πορτοκάλια, στραφίδες και ξερά σύκα.

Όπως και στα Σπιτάγια έτσι και στο ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ, οι πλούσιοι έμποροι και μαγαζατόροι στέλνανε ανάλογα ρουχικά και φαγώσιμα.

Η Ελπίδα Σκουφάλου, Ορφανή από γονείς, αναθράφηκε από 3 χρονών στο Ορφανοτροφείο. Από το 1897 ως το 1909. Το 1959 καθότανε στη Νίκαια Πειραιώς. Και ιστόρησε:

Ο Μπουρνοβαλής (Μπουρνόβα – μεγάλο χωριό της Σμύρνης) ο Στέφανος την παραμονή των Χριστουγέννων, κάθε χρόνο. Ήστελνε ένανε αραμπά (κάρο) γεμάτο παιχνίδια για τα μικρά ορφανά. Δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα, του Αγίου Στεφάνου, στην ονομαστική του εορτή, κατέβαινε από τον Μπουρνόβα ο Στέφανος να δει τα ορφανά που τους είχε στείλει τα παιχνίδια.

Οι έφοροι του Ορφανοτροφείου το ξέρανε και τον περιμένανε να τον ευχαριστήσουν. Ενώ τα μικρά ορφανά καθότανε στα θρανία της μεγάλης τάξης. Κι αυτά περιμένανε να τον ευχαριστήσουν.

Μπαίνοντας ο κυρ Στέφανος στην «αίθουσα του Εφορείου». Οι έφοροι επισήμως τον ευχαριστούσαν. Κατόπιν τον οδηγούσαν στη μεγάλη αίθουσα να δει και τα ορφανά. Εκείνα σηκωνόταν όρθια κι εκείνος ανέβαινε στην έδρα. Τους έλεγε να καθίσουν. Να δει τη ζωγραφισμένη χαρά στα προσωπάκια τους, καθώς θα τον βλέπανε.

Τότε δύο κοριτσάκια πηγαίνανε μπροστά στην έδρα. Γονατίζανε και του λέγανε:

«Όλος ο κόσμος σήμερα Χριστούγεννα εορτάζουν και οι γονείς εις τα παιδιά δώρα πολλά μοιράζουν». Θέλοντας να πει, ο κυρ Στέφανος ότι με τα δώρα που τους έκανε, τους παραστεκότανε, τώρα τα Χριστούγεννα, σαν γονιός. Που αυτά τα καϋμένα δεν είχαν.

Όλες τις μέρες του Δωδεκαήμερου οι ΖΗΤΙΑΝΟΙ της Σμύρνης μπαίνανε στα μαγαζιά του Φραγκομαχαλά και ζητιανεύανε. Οι μαγαζάτοροι δεν δίνανε ψιλοπαράδες στη χούφτα τους, που απλώνανε. Τους δίνανε ένα μπομ μπιγέ (κουπόνι) που το πηγαίνανε στις Φραγκοκαλόγριες. Κι εκείνες τους δίνανε ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Να κάτσουνε να φάνε.

Πλούσια μαγαζιά χορηγοί ήταν: Του Ξενόπουλου, το Οροζυτι-Μπακ, το Αγγλο-Ηστερν, του Σολάρι, του Μπον Μαρσέ, του Ζαμάφτα, του Παπαζιάν, του Κοκκώνη (ομπρελά), του Κοντορούση, το Μπαζάρ- ντ’ οριάν κ.ά. Σε αυτά τα μεγαλομάγαζα μπαίνοντας οι ζητιάνοι δεν ήταν μπορετό οι κασσιέρηδες (ταμίες) να ανοίγουν κάθε τόσο το ταμείο τους για να τους δίνουνε παράδες. Και συνεννοήθηκαν οι μαγαζάτορες με τις Φραγκοκαλόγριες να δίνουν εκείνες ένα πιάτο φαΐ στους ζητιάνους. Που θα πληρωνόταν με προ-αγορασμένα από τους μαγαζάτορες κουπόνια. Συμφωνία, που με ευχαρίστηση δέχθηκαν οι Φραγκοκαλόγριες οι οποίες είχανε μαγειριό.

Οι καλόγριες ήταν Γαλλίδες Εϊχανε σχολείο θηλέων στο Φραγκομαχαλά. Απέναντι από το Κολλέγιο Αρρέων του «Σακρέ κερ» (ιερής καρδιάς του Χριστού). Το είχανε Φράγκοι Ιερείς Λαζαριστές.

Τις καλόγριες ονόμαζαν Φιγ ντε προβιτάνες (κόρες της πρόνοιας). Αλλά και Σερ ντε Σαριτέ (αδελφές του ελέους). Στο σχολείο είχανε και ιατρείο. Βγάζανε δόντια, κυττάζανε τα άρρωσταμάτια,δένανε πληγές, κάνανε κι άλλες γιατριές. Όλα αυτά τζάμα (δωρεάν).

Στο μαγεριό (τραπεζαρία-κουζίνα), μέσα ήτανε μια μεγάλη κάμαρα. Είχε ένα μακρύ τραπέζι. Με άσπρο μουσαμά. Δεκαπέντε καρέκλες από κάθε πλευρά. Όποιος φτωχός έμπαινε μέσα. Έδινε το κουπόνι. Κάθιζε στο τραπέζι. Του δίνανε ένα ζεστό φαΐ σε πήλινο κεσέ κι ένα κομμάτι ψωμί να φάει. Κι αυτό έφευγε χορτασμένος.

Το Δωδεκαήμερο στη Σμύρνη πλούσιοι και φτωχοί να είναι ευχαριστημένοι.

Ερχόμενοι οι Πρόσφυγες Μικρασιάτες στην Παλαιά Ελλάδα έφεραν και τον πολιτισμό τους. Την αρχοντιά της ψυχής δεν κατάφεραν να τους την ξεριζώσουν. Την κράτησαν βαθιά στα σωθικά τους.

Και την κρατούν.

Καλή Χρονιά

Γιώργος Αλεβίζος

Πηγή : Style 100Fm

Συνολικες προβολες σελιδας