Οι
εξαγωγικές επιχειρήσεις της Ιεράπετρας και ολόκληρης της Κρήτης
ξεκίνησαν από τα μέσα του Οκτώβρη να κλείνουν συμφωνίες, με τους
παραδοσιακούς μας πελάτες στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, όπου
κατά βάση διακινούνται τα εκτός εποχής κηπευτικά, τα οποία παράγει ο
πρωτογενής τομέας του νησιού μας.
Το διεθνές εμπόριο έχει αλλάξει εδώ και μερικά χρόνια. Νέοι κανόνες και νέα δεδομένα έχουν μπει στο εμπορικό παιχνίδι.
Τα προϊόντα διακινούνται ελεύθερα από χώρα σε χώρα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά ο ανταγωνισμός είναι πάρα πολύ σκληρός.
Στο
ξεκίνημα αυτής της απρόβλεπτης και ιδιαίτερα ρευστής εξαγωγικής
περιόδου, περιόδευσε στην Ιεράπετρα, ο ειδικός σύμβουλος του Ελληνικού
Συνδέσμου Εξαγωγικών Επιχειρήσεων Φρούτων Λαχανικών και Χυμών
«Incofruit Hellas» κ. Γιώργος Πολυχρονάκης, ζητώντας από εξαγωγείς και
εμπόρους της περιοχής να του επισημάνουν προβλήματα που θα πρέπει να
επιλυθούν, προκειμένου να συνεχιστεί με καλές προοπτικές η εμπορική και
εξαγωγική δραστηριότητα.
«Πιστεύω
ότι η εξαγωγική περίοδος ξεκίνησε καλά και με την ταχύτητα που έχει από
την προηγούμενη σαιζόν, εκτιμώ ότι μπορεί να πάει ακόμα καλύτερα. Τα
αποτελέσματα που πρώτου 8μήνου του 2017 δείχνουν ότι έχουμε πάει
καλύτερα από τα τελευταία χρόνια και έχουμε τη δυνατότητα να αυξήσουμε
υπό προϋποθέσεις τον κύκλο των εργασιών μας.
Ερχόμαστε
από την προηγούμενη χρονιά όπου το 2016 κάναμε ιστορικό ρεκόρ πωλήσεων
σε ορισμένα προϊόντα και προσπαθούμε να μπούμε με σταθερά βήματα και σε
νέες αγορές», μας είπε μεταφέροντας την αισιοδοξία του, ο κ Γ. Πολυχρονάκης.
Στο
Στόμιο, ο κ Γ. Πολυχρονάκης συναντήθηκε με τον πρώην πρόεδρο του
Αγροτικού Συλλόγου Ιεράπετρας, κ. Μιχάλη Μαλλιωτάκη, ο οποίος εξέφρασε
την αγωνία των αγροτών για τη δύσκολη παραγωγική περίοδο που ξεκίνησε
χωρίς να γνωρίζει κανείς αν καταφέρει να κλείσει η σαιζόν με θετικό
πρόσημο.
«Ξεκίνησε
η εξαγωγική δραστηριότητα του τομέα των κηπευτικών της Ιεράπετρας, με
την αγωνία των παραγωγών να επικεντρώνεται στο αν θα καταφέρουν να
διαθέσουν τα ασφαλή, υγιεινά και ποιοτικά προϊόντα που παράγουν, σε
τιμές τέτοιες, ώστε να τους επιτρέπουν να καλύψουν το κόστος τους και να
τους μείνει ένα λογικό κέρδος για να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Εμείς
οι αγρότες συνεχίζουμε να παράγουμε καλά προϊόντα έχοντας να
αντιμετωπίσουμε την έλλειψη καλού αρδευτικού νερού, τον μικρό όγκο
παραγωγής και απόδοσης ανά στρέμμα και τον αδυσώπητο διεθνή ανταγωνισμό
που πιέζει τις τιμές προς τα κάτω», μας είπε μεταξύ άλλων ο κ. Μιχάλης Μαλλιωτάκης.
Από
την δική τους πλευρά, οι εξαγωγείς προσπαθούν να κλείσουν εβδομαδιαία
προγράμματα με τους πελάτες τους στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια,
χωρίς να γνωρίζουν αν θα καταφέρουν να βρουν τα προϊόντα που χρειάζονται
σε τιμές τέτοιες που να καλύπτουν τα προγράμματα τους.
Οι
τιμές καθημερινά στα δημοπρατήρια της περιοχής, διαμορφώνονται ανάλογα
την προσφορά και τη ζήτηση. Το δεδομένο ότι δεν υπάρχουν σταθερές τιμές,
δημιουργεί πρόβλημα στη σύναψη των συμφωνιών.
«Παρόλα
αυτά, η σεζόν για τις εξαγωγές των κηπευτικών ξεκίνησε ικανοποιητικά
χωρίς να γνωρίζει κανείς μας πως θα κλείσει στα τέλη Μαΐου. Τεράστιο
είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε κι εμείς αλλά και οι παραγωγοί
μας, με τους αβάσταχτους φόρους και τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές
που ροκανίζουν το 85% του αγροτικού εισοδήματος», πρόσθεσε ο έμπορος - εξαγωγέας κηπευτικών κ Θεοδόσης Ζαχαριαδάκης.
«Πράγματι,
αποτελεί τροχοπέδη στην εξαγωγική και την παραγωγική διαδικασία, το
φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα που εφαρμόζεται πλέον,
αναγκάζοντας τον καθένα να προσπαθεί από τη μια να συγκεντρώσει όσα
περισσότερα έξοδα γίνεται και από την άλλη να προσπαθεί να αποκρύψει
μέρος των εισοδημάτων η της παραγωγής του, για να μη μείνει τελικά με
άδειες τσέπες.
Το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα είναι τελικά το μεγαλύτερο πρόβλημα για όλους», καταλήγει ο φοροτεχνικός κ Γιάννης Γουλιδάκης.
Η εμπορία χωλαίνει
Οι
πολυεθνικές αλυσίδες super market συρρικνώνουν όλο και περισσότερο τα
παραδοσιακά εμπορικά καταστήματα, τα μανάβικα και τις λαϊκές αγορές.
«Οι
παραδοσιακοί έμποροι όσο πάνε και λιγοστεύουν. Από την άλλη μεριά, η
έλλειψη οργανώσεων παραγωγών π.χ. αγροτικοί συνεταιρισμοί, ομάδες
παραγωγών κ.λ.π., επιτρέπουν σε εκείνους που ελέγχουν τις αγορές, να
συμπιέζουν το κέρδος του παραγωγού και σε πολλές περιπτώσεις τον
υποχρεώνουν να μη μπορεί να καλύψει το κόστος παραγωγής.
Οι
τιμές μπορούν να συγκρατηθούν σε κάποιο καλό επίπεδο, μόνο αν οι
παραγωγοί ομαδοποιηθούν και αποκτήσουν ικανό όγκο αγροτικών προϊόντων», τονίζει ο κ. Γ. Πολυχρονάκης.
Στον
τομέα των κηπευτικών, η οικονομική κρίση στη χώρα μας, ενώ συμπιέζει
τις τιμές των ποιοτικών αγροτικών προϊόντων προς τα κάτω, αυξάνει
δυσανάλογα το κόστος των αγροεφοδίων, οδηγώντας τους αγρότες στη
χρεοκοπία. Τη στιγμή που διαπιστώνουμε ότι οι καταναλωτές στην εσωτερική
αγορά αδυνατούν να πληρώσουν τα ποιοτικά κηπευτικά σε αξιοπρεπείς για
τον παραγωγό τιμές, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στο εξαγωγικό
εμπόριο, να διερευνηθεί η δυνατότητα υποστήριξης της εξαγωγής και άλλων
κηπευτικών όπως π.χ. της ντομάτας που μέχρι πριν μερικά χρόνια,
προορίζονταν αποκλειστικά και μόνο για την εσωτερική αγορά, ενώ τώρα
εξάγεται στις Βαλκανικές και τις πρώην ανατολικές χώρες της κεντρικής
Ευρώπης.
(φωτογραφία αρχείου)
Ρεπορτάζ: Νίκος Πετάσης
Πηγή : Νέα Κρήτη