Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Ενας έντιμος, ήσυχος ανήσυχος

 

Ενας έντιμος, ήσυχος ανήσυχος
Mία μόλις εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα έμαθα ότι ο Πάνος ήταν άρρωστος και μάλιστα βαριά [μπες-βγες κι εγώ στα νοσοκομεία δεν είχα πολλές επαφές με τους συναδέλφους). Και ανήμερα Χριστούγεννα ακούσαμε ότι πάει ο Πάνος. Σοκ. Σχεδόν αθόρυβα, όπως αθόρυβος, αλλά πλήρης εσωτερικών ήχων, ήταν στη ζωή του. Τα τελευταία πέντε χρόνια κάναμε λίγη παρέα στην εφημερίδα. Λιγομίλητος αλλά με ένα ιδιότυπο χιούμορ, διακριτικός, ευγενικός· αφανής σχεδόν αλλά συμπάσχων με όποιον πονούσε και στενοχωριόταν. Μας έφερνε τσικουδιά κάθε καλοκαίρι από τη Σητεία («η καλύτερη στη χώρα», περηφανευόταν -και είχε δίκιο).

Πίναμε και καπνίζαμε στον διάδρομο έξω από την εφημερίδα και λέγαμε για τα προβλήματα στη μέση μας -και άλλα. Μια μέρα μού έδωσε μια ποιητική συλλογή της εξαιρετικής ποιήτριας Πελαγίας Φυτοπούλου. Δεν θυμάμαι τι με απασχολούσε τότε και μου έτρωγε πολύ χρόνο και του πρότεινα να γράψει ο ίδιος μια μικ

ρή κριτική. «Δεν κάνω τέτοια» μου απάντησε.

Ευτυχώς επέμεινα και μου παρέδωσε ένα διαμαντάκι, που δημοσιεύτηκε (6/3/2017) στις «Ριζοσπαστικές Αναγνώσεις». Μεταφέρω δυο λόγια του με τον προυστικής υφής πρόλογό του: «Αρκετά χρόνια πίσω καθόμουν σε μια μπάρα -σιγά την είδηση» [Στο μεταξύ γνώρισε μια κυρία] «Ηταν της γενιάς μου, είχε πολύ καλή κουβέντα, ήταν ουδέτερα νοσταλγική προς τα ξερόβραχα της πατρίδας μας, ήταν καλή πότης, ήταν ίσια στο βλέμμα». Αναρωτιόταν [στο κείμενό του]: «Αλλά, πάλι, η ποίηση υπάρχει;

Τα ποιήματα υπάρχουν ή είναι μια εφεύρεση των μορφωμένων για να με κάνουν να νιώθω αμήχανα;». Και αμέσως μετά: «Σπάνια διαβάζω ποίηση, όπως καταλάβατε, αλλά όταν το κάνω δεν περιμένω να χαρώ κιόλας. Από περιέργεια ξεκινάω και με αυτή συνήθως καταλήγω... Υπάρχει μια ποίηση με λόγο ανατρεπτικό για να μας θυμίζει πως δεν μας περισσεύει πολύς καιρός για γέλια. Μας πήραν τ' αρπακτικά του κόσμου μας και δεν προλάβαμε να οχυρωθούμε. Και τώρα δεν υπάρχει άλλος να τρέχει για μας. Μήπως έπρεπε να σταθούμε να κοιτάξουμε τα θηρία στα μάτια;».

Στη συνέχεια και αφού παραθέτει έναν στίχο της ποιήτριας «...Να την προσέχεις την ποίηση/ μια μέρα μπορεί να μας ξεκάνει όλους» καταλήγει, σχεδόν αναστενάζοντας: «Εμ, αυτά είναι που φοβάμαι».

Ευρηματική, έξυπνη, τρυφερή γραφή, αυτοσαρκαστική, ανήσυχη μέσα στην ησυχία του. Δεν γνωρίζω αν είχε διαβάσει τον Προυστ ή κάποιον από τους μπίτνικ, η γραφή του όμως έδειχνε έναν ώριμο πρωτίστως αναγνώστη και έναν ωριμότερο συγγραφέα. Κρίμα που δεν μας άφησε κάτι.

Μερικά Σάββατα πίναμε ένα ποτό στη «Μουριά», στα Εξάρχεια -ήσυχο, έντιμο ποτό. Ακριβώς όπως ήταν: ήσυχος, έντιμος, σιωπηλός, με βλέμμα όμως που σε ακτινογραφούσε. Ουδέποτε σχολιάστηκε αρνητικά στην εφημερίδα -από κανέναν. Το ήθος και η ποιότητα λάμπουν μόνο, δεν σχολιάζονται. Και αυτά θα μας λείψουν.

 

του Γιώργου Σταματοπουλου

Πηγή : efsyn.gr

Συνολικες προβολες σελιδας