Αν
ένας επιστήμονας θέλει να πάει μπροστά, χρειάζεται να κάνει
επιστημονικές δημοσιεύσεις. Μόνο που μερικοί επιστήμονες το…παρακάνουν,
φθάνοντας στο σημείο να έχουν στο ενεργητικό τους μέσα στον χρόνο κατά
μέσο όρο τουλάχιστον μια επιστημονική δημοσίευση κάθε πέντε μέρες.
Αυτό
αποκαλύπτει μια νέα διεθνής μελέτη, με επικεφαλής έναν διακεκριμένο
Έλληνα επιστήμονα της διασποράς, τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας Γιάννη Ιωαννίδη. Ανάμεσα στους
υπερπαραγωγικούς επιστήμονες, υπάρχουν και αρκετοί Έλληνες, που
εργάζονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Η
ανάλυση της online βάσης επιστημονικών δημοσιεύσεων Scopus για την
περίοδο 2000-2016 έφερε στο φως περισσότερους από 9.000 επιστήμονες από
διάφορες χώρες, οι οποίοι έχουν κάνει πάνω από 72 δημοσιεύσεις μέσα στην
ίδια χρονιά, δηλαδή πάνω από μία ανά πενθήμερο – και αυτός ο αριθμός
μετράει μόνο τις πλήρεις εργασίες (εξαιρώντας άρθρα σύνταξης, βραχέα
άρθρα γνώμης, σχόλια πάνω σε εργασίες άλλων και περιλήψεις σε συνέδρια).
Η
μεγάλη πλειονότητα των υπερπαραγωγικών συγγραφέων (7.888 ή το 86%) αφορά
το πεδίο της Φυσικής, ιδίως της φυσικής υψηλών ενεργειών και της
σωματιδιακής φυσικής, όπου συχνά γίνονται δημοσιεύσεις από μεγάλες
κοινοπραξίες ερευνητών. Για παράδειγμα, σε μια δημοσίευση του CERN
μπορεί να συμμετέχουν πάνω από 1.000 επιστήμονες.
Αν
-λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας της Φυσικής- αποκλεισθούν οι φυσικοί,
καθώς και ένας αριθμός κινεζικών και κορεατικών ονομάτων επιστημόνων,
για τους οποίους υπάρχουν αμφιβολίες γύρω από την ταυτότητά τους, μένουν
265 βεβαιωμένοι υπερπαραγωγικοί επιστήμονες για την περίοδο 2000-2016. Ο
αριθμός ανά χρονιά εμφανίζει αύξηση κατά περίπου 20 φορές από το 2000
μέχρι το 2016 (προς σύγκριση, μέσα στην ίδια περίοδο ο συνολικός αριθμός
των συγγραφέων επιστημονικών δημοσιεύσεων έχει αυξηθεί κατά μόνο
δυόμιση περίπου φορές).
Οι
ερευνητές, με επικεφαλής τον Γ.Ιωαννίδη, έστειλαν επιστολές στους
υπερπαραγωγικούς επιστήμονες και τους ζήτησαν να εξηγήσουν το μυστικό
τους. Σύμφωνα με τις απαντήσεις που έδωσαν οι ίδιοι, η
υπερπαραγωγικότητά τους οφείλεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων: σκληρή
δουλειά, αγάπη για την έρευνα, καθοδήγηση πολλών νέων ερευνητών,
διεύθυνση μίας ή περισσότερων ερευνητικών ομάδων, εκτενείς συνεργασίες
με άλλους ερευνητές, έρευνα πάνω όχι σε ένα αλλά σε πολλά πεδία,
διαθεσιμότητα μεγάλων υποδομών και δεδομένων, προσωπικές αξίες όπως η
γενναιοδωρία και η αλληλεγγύη και ύπνος μόνο λίγες ώρες κάθε βράδυ.
Περίπου
οι μισοί υπερπαραγωγικοί ερευνητές βρίσκονται στον τομέα των
βιοϊατρικών ερευνών. Από άποψη ακαδημαϊκών/ερευνητικών φορέων, τους
περισσότερους υπερπαραγωγικούς ερευνητές (εννέα) εμφανίζει το
Πανεπιστήμιο Έρασμος στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας.
Επτά Έλληνες ανάμεσα στους 265 πιο παραγωγικούς
Ο
κατάλογος των 265 πιο παραγωγικών (πλην φυσικών) περιλαμβάνει και επτά
Έλληνες επιστήμονες. Πρόκειται για τον παθολόγο-λοιμωξιολόγο Ματθαίο
Φαλάγγα, διευθυντή του ‘Αλφα Ινστιτούτου Βιοϊατρικών Ερευνών, τους
καθηγητές καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Χριστόδουλο Στεφανάδη και Δημήτρη Τούσουλη, τον Λασιθιώτη καθηγητή Νίκο Μαστοράκη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων της Ελλάδας και του Πολυτεχνείου της Σόφιας,
τον καθηγητή Μερκούρη Κανατζίδη του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου
Northwestern των ΗΠΑ, τον καθηγητή Δημήτρη Μιχαηλίδη της Ιατρικής Σχολής
του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL) και τον καθηγητή
Αθανάσιο Βασιλάκο του Τμήματος Επιστήμης Υπολογιστών του Πολυτεχνείου
της Λουλέα στη Σουηδία. Επίσης, περιλαμβάνεται ο ελληνο-κύπριος
καθηγητής Κύπρος Νικολαϊδης της Ιατρικής Σχολής του Βασιλικού Κολλεγίου
(King’s) του Λονδίνου.
Πηγή : ανατολή